λειτουργικότητα

λειτουργικότητα
η
1. η ιδιότητα τού λειτουργικού
2. το να ανταποκρίνεται κάτι κατά τον καλύτερο τρόπο στους σκοπούς για τους οποίους έχει κατασκευαστεί
3. φρ. (επιστημολ.) «η θεωρία τής λειτουργικότητας» — ο λειτουργισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λειτουργικός. Η λ., στον λόγιο τ. λειτουργικότης, μαρτυρείται από το 1886 στην Σιμ. Αποστολίδη στην εφημερίδα Εστία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Σάλιβαν, Λούις — (Sullivan). Αμερικανός αρχιτέκτονας (1856 1924). Σπούδασε στη Γαλλία, στη Σχολή Καλών Τεχνών, και αμέσως μετά ταξίδεψε στην Ιταλία. Από το 1875 ως το 1880, παρακολούθησε τη δουλειά του Τζένεϋ και το 1884 σχεδίασε το Ryerson Building και το… …   Dictionary of Greek

  • αναπνοή — Γενική βιολογική διαδικασία με την οποία οι ζώντες οργανισμοί παίρνουν από το περιβάλλον οξυγόνο και αποδίδουν διοξείδιο του άνθρακα. Το οξυγόνο είναι απαραίτητο στις οξειδωτικές εξεργασίες που βρίσκονται στη βάση όλων των εκδηλώσεων της ζωής,… …   Dictionary of Greek

  • φιλοσοφία — Ο όρος, που σημαίνει αγάπη της σοφίας, αναφέρεται για πρώτη φορά στον Πυθαγόρα. Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς, και μεταξύ αυτών ο Κικέρων και ο Διογένης Λαέρτιος, αφηγούνται ότι ο Πυθαγόρας, διατρέχοντας την Ελλάδα, έφτασε στον Φλιούντα, όπου ο Λέων …   Dictionary of Greek

  • χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Πρωταγόρας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. (Άβδηρα περ. 481 π.Χ. – περ. ;411). Έλληνας φιλόσοφος. Είναι, μαζί με τον Γοργία, ο διαπρεπέστερος εκπρόσωπος της ελληνικής σοφιστικής. Έζησε σε πολλές περιόδους στην Αθήνα, όπου απέκτησε πολύ στενές σχέσεις με όλες… …   Dictionary of Greek

  • άγγελος — I Τη λέξη αυτή χρησιμοποίησαν οι Εβδομήκοντα, οι μεταφραστές της Παλαιάς Διαθήκης, για vα αποδώσουν την εβραϊκή λέξη μαλ ακ που σημαίνει αγγελιαφόρος, υπηρέτης. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, οι α. είναι «αι στρατιαί», η αυλή του Θεού, όντα… …   Dictionary of Greek

  • έπιπλο — Κινητή ξύλινη ή μεταλλική κατασκευή ποικίλων χρήσεων. Η ιστορία των ε. είναι τόσο παλιά όσο σχεδόν ο κόσμος. Αν όμως το έ. εξεταστεί όχι μόνο από την πλευρά της χρησιμότητας αλλά και του διακοσμητικού χαρακτήρα του, η πραγματική ιστορική αρχή του …   Dictionary of Greek

  • ήπαρ — Με την ονομασία αυτή αναφέρεται συνήθως στα ιατρικά συγγράμματα το συκώτι, όργανο που βρίσκεται στον δεξιό υποδιαφραγματικό χώρο μεταξύ του διαφράγματος και του εγκάρσιου κόλου· εντοπίζεται στο ανώτερο τμήμα του επιγαστρίου, μπροστά στο πάνω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”